χαμαιεύνη

χαμαιεύνη
ἡ, Α
βλ. χαμεύνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χαμαιεύνην — χαμαιεύνη fem acc sg (attic epic ionic) χαμαιεύνης lying masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαιεύνης — χαμαιεύνη fem gen sg (attic epic ionic) χαμαιεύνης lying masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαιεύνας — χαμαιεύνᾱς , χαμαιεύνη fem acc pl χαμαιεύνᾱς , χαμαιεύνη fem gen sg (doric aeolic) χαμαιεύνᾱς , χαμαιεύνης lying masc acc pl χαμαιεύνᾱς , χαμαιεύνης lying masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμευνάς — και χαμαιευνάς, άδος, ἡ, ΜΑ πόρνη, εταίρα («γυναῑκες χαμαιευνάδες, ὧν ὁ βίος οὐκ εὐπρεπής», Ευστ.) αρχ. 1. αυτή που κοιμάται καταγής 2. (με τη λ. εὐνή) στρώμα για ύπνο τοποθετημένο καταγής 3. φωλιά ζώου 4. συνεκδ. ζώο που έχει φωλιά στο έδαφος.… …   Dictionary of Greek

  • χαμεύνη — και χαμαιεύνη και δ. τ. χάμευνα και δωρ. τ. χαμεύνα, ἡ, Α 1. στρώμα για ύπνο τοποθετημένο καταγής 2. (γενικά) κλίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + εὐνή «κρεβάτι, κλίνη»] …   Dictionary of Greek

  • χαμεύνης — ὁ, ΜΑ, και χαμαιεύνης Α [χαμεύνη / χαμαιεύνη] αυτός που κοιμάται καταγής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”